.widget.ContactForm { display: none; }

Function Disabled

ΧΗΛΗ
 (Ο ΚΑΛΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΟΥΣΑ)
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
Γάμος στη Χηλή της Κωνσταντινούπολης

H φροντίδα του γάμου άρχιζε από το “λογοσούμαδο’’, ένα χρυσό φλουρί που έδιναν οι γονείς στο ζευγάρι όταν επρόκειτο οι δύο νέοι να αρραβωνιαστούν. Η νύφη έπρεπε να αποτελειώσει τα προικιά της εγκαίρως και, όταν κόντευαν οι μέρες του γάμου, οι δικοί της έπρεπε να πάνε στην Πόλη για το νυφικό. Εκείνα τα χρόνια, το νυφικό δεν ήταν άσπρο αλλά μεταξωτό σε διάφορους ανοιχτούς χρωματισμούς, ροζ, ουρανί, μοβ. Σαν έφτανε η εβδομάδα του γάμου, έπρεπε να γίνουν τα προσκαλέσματα. Ένας νιος από τους συγγενείς, ο “παραστεκούμενος’’, βαστώντας ένα φανάρι αναμμένο, σ’ οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, και ένα μπουκάλι κονιάκ ή ρακί, μαζί με μια γυναίκα πήγαιναν στα σπίτια και καλούσαν: Ορίστε στη χαρά, την Κυριακή, έλεγαν.
Την Πέμπτη οι κοπέλες ζύμωναν το ψωμί του γάμου και έδειχναν τα προικιά στο σπίτι της νύφης. Το ψωμί ήταν ιδιαίτερα ζυμωμένο και περιείχε καρύδια, ζάχαρη, μαύρο πιπέρι, σουσάμι και ανάλογο λίπος. Το πήγαιναν ως γαμήλιο δώρο σε μεγάλα πλαστά τροχούλια, πλουμισμένα με αρκετή επιδεξιότητα. Λεγόταν κουλίκι. Όλες παρούσες οι φιλενάδες της νύφης για να τραγουδήσουν, να δουν τα πάντα και να τα κουτσομπολέψουν. Μετά ερχόταν η σειρά του “λουτρού’’. Να και η νύφη με τις φιλενάδες της να λουτροκοπανίζονται και να χαλά ο κόσμος από τα τραγούδια και τις φωνές! Το Σάββατο ετοιμάζονταν το ρυζόμελο και τα ρεβύθια (ορβύθια τα έλεγαν) με το κρέας, τα ντολμαδάκια, τα μεζεκλίκια, το γλυκό Χηλήτικο κρασί, κονιάκ, ρακί και “πρατσούτσα’’ (τσίπουρο, το πρώτο και πιο δυνατό).
Το ρυζόμελο, ρύζι βρασμένο με μέλι, μέσα σε μεγάλες σουπιέρες, στολισμένο με άσπρες και ροζ μεγάλες κουφέτες, προσφερόταν ως δείγμα τιμής και υπολήψεως στα πεθερικά, στους κουμπάρους, στον αρραβωνιαστικό κ.λπ. Αυτοί με τη σειρά τους, έριχναν ένα μετζίτι, μισή λίρα χρυσή ή και μία, αναλόγως της οικονομικής τους κατάστασης. Τα έλεγαν “τα μέλια». Τα παιχνίδια, δηλαδή τα βιολιά, το κλαρίνο κ.ά. ήταν από μέρες καλεσμένα. Το Σάββατο βράδυ η νύφη με τις φιλενάδες της έκαναν το τελευταίο παρθενικό τους γλέντι. Την Κυριακή πρωί γίνονταν τα νυφοστόλια. Όλα τα προικιά μεταφέρονταν με τα χέρια στο σπίτι του γαμπρού και το απόγευμα γινόταν η στέψη. Για τα στέφανα του γάμου η κουμπάρα αγόραζε λεπτά χρωματιστά χαρτιά, όλα σε ανοιχτά χρώματα, ροζ, άσπρα, ουρανιά, μοβ, κίτρινα και νέες κοπέλες τα ετοίμαζαν. Τα έκοβαν σε λεπτές κορδέλες και τα τύλιγαν σε σύρμα όπως τα στεφάνια του Μάη. Ήταν μια πολύ ωραία συνήθεια, γεμάτη χάρη και ομορφιά. Όπως τα φορούσαν, έμοιαζαν Χαβανέζες με πολύχρωμα λουλούδια. Τρες, χρυσές κλωστές, ωραίο στολίδι της νύφης, ξεπηδούσαν ανάμεσα από τα χαρτιά.
Μαζί με τα στέφανα οι κουμπάροι ετοίμαζαν το πανέρι με τα ζεμπλεμπούδια, τα κόλιαντρα κι άλλα κουφέτα, ρύζι, και αν ήταν πλούσιοι πρόσθεταν μερικά ασημένια γροσάκια και δυάρια. Αυτά τα πετούσαν στο «Ησαΐα χόρευε».
Το ξύρισμα του γαμπρού γινόταν πανηγυρικώς και όταν πια κατέβαιναν για το σπίτι της νύφης, ένας νέος κρατούσε το δώρο του γαμπρού προς τη νύφη. Ήταν ένας χρυσός καθρέφτης και επάνω του απλωμένα οι τρες, το χαρχαλί, η καδένα, το τσάκατο, το χτένι, το τάσι, οι συντεφένιες γαλέντζες κ.ά.
Στο στόλισμα της νύφης τραγουδούσαν όλες μαζί:
Έλα Χριστέ και Παναγιά κι η ώρα βλογημένη να ντύσουμε τη νύφη μας την ωραιοπλουμισμένη.
Όταν η νύφη περνούσε το κατώφλι του σπιτιού της τα όργανα τραγουδούσαν το συγκινητικό δίστιχο: Εγώ διαβαίνω μάνα μου και δως μου την ευχή σου και πες πως δε με γέννησες και δε μ’ έχεις παιδί σου. Και τότε η χαρά έσμιγε με τη συγκίνηση του αποχωρισμού. Σε όλο τον δρόμο για την εκκλησία πήγαιναν σιγά - σιγά, έκαναν το στάμνα και οι μουσικοί ταίριαζαν τα τετράστιχα για τη νύφη, τον γαμπρό, τον κουμπάρο, τα συμπεθέρια και εισέπρατταν μετζίτια (χρυσά νομίσματα της εποχής του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ).
Μετά τη στέψη, κοντά-κοντά πλέον η νύφη και ο γαμπρός, πήγαιναν στο σπίτι και επακολουθούσε γλέντι μέχρι πρωίας. Όταν η νύφη έβαζε το δεξί της πόδι στο σπίτι του γαμπρού, της έδιναν ένα καρβέλι ψωμί, σημείο ευτυχίας και αφθονίας. Η βραδιά της Δευτέρας ήταν αφιερωμένη στους κουμπάρους. Προς τιμήν τους γίνονταν τα κουλίκια και άλλα φαγητά και γλυκίσματα. Πάλι ολονύκτια διασκέδαση και το πρωί πια της Τρίτης τελείωνε ο γάμος με το τελευταίο τραγούδι: Ξύπνα και μη κοιμάσαι χρυσό μου καναρίνι σήκω από την κλίνη να δεις πώς τραγουδούν.
Σαν φυσική συνέχεια ερχόταν ο πολλαπλασιασμός της οικογένειας με τα γεννητούρια πρώτα, τα βαφτίσια... Το καθένα γιορταζόταν με τοπικές συνήθειες.
Από το αρχείο του Σταύρου Κυβόπουλου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου