ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Ή Χηλή (SίΙe) είναι παραθαλάσσια κωμόπολη στον Εύξεινο Πόντο,
52
χλμ. ΒΑ της Νικομήδειας και 58 χλμ. ΒΑ της Κωνσταντινούπολης. Πριν το
1922 είχε γύρω στα 1.000 ελληνικά και 500 τούρκικα σπίτια. Ήταν έδρα
Καζά και υπαγόταν στη Μητρόπολη Χαλκηδόνας.
"Ηρθαμε γιά λίγες μέρες και θα φύγουμε.
Στην
περιφέρεια μας οι Τούρκοι κι οι Τουρκολαζοί ήταν καλοί, και μας
αγαπούσαν μας υποστήριζαν. Άμα πήγαινες στο χωριό τους δε ρωτούσαν τι
είσαι. Σε πήγαιναν στο μουσαφίρ οντά, σου φέρναν να φας, να πιεις, σου
κάναν και συντροφιά και το πρωί να πας στη δουλειά σου. Μετά το Σύνταγμα
αγρίεψαν τα πράγματα.Κι εμείς την Ελλάδα δεν την ξέραμε. Εμείς είχαμε το βασιλιά της Ρωσίας φωτογραφία στα σπίτια μας, γιατί ό Τσάρος έστελνε τότε καμπάνες και εικόνες στις εκκλησίες. Την Ελλάδα την ακούσαμε με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Προηγουμένως ξέραν τή Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Ούτε την Αμερική ξέραν τη μάθαν κι αυτή μετά το Χουριέτ και τους Βαλκανικούς Πολέμους, πού φεύγαν γιά να μην πάνε στρατιώτες. Κυρίως εκείνοι πού σπούδαζαν στην Πόλη φεύγαν από κει, ή παιδιά πού εργάζονταν στην Πόλη.
Στο
Βαλκανικό Πόλεμο πήγαιναν και δικοί μας στρατιώτες. Τους δώσαν κι
όπλα, και στο ναυτικό τους πήραν, δηλαδή τακτικός στρατός, άλλα
εκείνοι σ' όποιο μέτωπο πολεμούσαν, με τους Βουλγάρους το σκάγαν στη
Βουλγαρία, με τους Ρωμιούς στην Ελλάδα. Γι' αυτό έπειτα, στο Μεγάλο
Πόλεμο, δεν τούς δώσαν όπλα στους Ρωμιούς και τους στέλναν στ' άμελέ
ταμπουρού (Τάγματα εργασίας).
Στο
Μεγάλο Πόλεμο στην αρχή παίρναν μπεντέλι (Φόρος πού πλήρωναν οι
μειονότητες για απαλλαγή άπ' τον οθωμανικά στρατό) από τους Ρωμιούς,
τέσσερις χρυσές λίρες και δεν τους παίρναν. Ύστερα το κατάργησαν κι
αυτό και δε γλύτωνες πια από τ’ άμελέ ταμπουρού, παρά αν το 'σκαγες ή
αν έδινες λεπτά στο στρατολόγο. Εγώ τη γλύτωσα χάρη σ' ένα ποτήρι νερό!
Ήμουνα τότε στη Χηλή, στο μαγαζί του πατέρα μου, κι απέναντι μας ήταν
το στρατολογικό γραφείο. Ήρθε καινούργιος στρατολόγος, κι έμενα
κόντευε ή ηλικία μου σε μερικούς μήνες να επιστρατευτώ. Τον είδα πού
κάθισε στο καφενείο και παράγγειλε καφέ. Πήγε να πιει και το νερό, και
δεν του άρεσε, γιατί το νερό της Χηλής ήταν γλυφό. Φώναξε τον καφετζή
να τον ρωτήσει αν έχει άλλο νερό, και τότε εγώ γιόμισα ένα κανατάκι άπ'
το νερό του χωρίου μας πού είχα και του το 'στειλα. Ύστερα πήγα κι εγώ
και γνωριστήκαμε· του πλήρωσα και τον καφέ. Το βράδυ φάγαμε μαζί στο
μαγαζί μου, κι ένας Τούρκος ακόμα προύχοντας της Χηλής. Ή οικογένεια
του ήταν στο Μακρήκιοϊ (Προάστιο της Κωνσταντινούπολης στην Προποντίδα)
της Πόλης. Όποτε πήγαινα εγώ στην Πόλη, ψώνιζε πράματα και μου 'δινε να
τα πάω στο σπίτι του. Πολλές φορές ταξιδέψαμε και μαζί με τα’ αμάξι.
Κι έφτασε να πει στον πατέρα μου: «Εκατό χρόνια να βαστήξει ό πόλεμος, ό
γιος σου δε θα πάει στρατιώτης».
Μέσα
στον πρώτο Παγκόσμιο θυμάμαι πού γίνηκε και ναυμαχία αντίκρυ στη
Χηλή· χτυπήθηκαν τα ρωσικά πλοία με το «Γιαβούζ» και το «Μιντιλλί». Τα
κυνήγησαν οι Ρώσοι τα δυο τούρκικα, και πια δεν ξαναβγήκαν άπ' τό
Βόσπορο.
Σαν κι έμενα, κι άλλοι
πολλοί από τα χωριά μας δεν πήγαν στρατιώτες, αλλ’ αυτοί ήταν φυγάδες
και γύριζαν αντάρτες στα βουνά. Αυτοί φυσικά έγιναν αιτία και πήγαμε
κι εξορία το 1917, και πού κάψαν το χωριό μας ύστερα. Στην αρχή ήταν
λιγοστοί αυτοί, αλλά όσο βαστούσε ό πόλεμος πλήθυναν. Στο τέλος θα
ήταν περίπου εβδομήντα - ογδόντα παλικάρια.
Την
εποχή εκείνη στα τουρκοχώρια δεν υπήρχαν άντρες, γιατί ήταν όλοι
επιστρατευμένοι, και φυσικά εκείνοι πού είχαν απομείνει φοβόνταν από
τους δικούς μας τους αντάρτες και τους κρύβαν. Δέκα χιλιάδες στρατός
τους κυνηγούσε και δεν μπορούσαν να τους πιάσουν γιατί τους
ύποστηρίζαν οι χωριάτες οι Τούρκοι τους ειδοποιούσαν μόλις εμφανιζόταν
ό στρατός και φεύγαν. Κι άμα τους πρόδινε κανένας, πήγαιναν την άλλη
μέρα και τον κρεμούσαν.
Υπήρχαν όμως
κι άλλοι πού υπηρετούσαν είτε στ' άμελέ ταμπουρού είτε ως βοηθητικοί
στον τακτικό στρατό. Θύματα πάντως δεν είχαμε, γιατί άμα βλέπαν πώς δεν
μπορούσαν να κάνουν, φεύγαν και κρύβονταν.
Στο
1917, εξαιτίας των λιποτακτών πού κάναν τον αντάρτη, σήκωσαν και τα
δυο χωριά και πήγαμε εξορία. Στον πηγαιμό μας συγκέντρωσαν πρώτα όλους
στη Μαύρη, κοντά στή Χαρταλιμή, κι άπό κει τους βάζαν σε δόσεις στο
τραίνο, άπ' τό σταθμό της Χαρταλιμής, και τους στέλναν μέσα στην
Ανατολή
στο Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Σιβρίχισαρ. Όσοι μπορούσαν να ταΐσουν, το
σκάγαν κι έρχονταν στην Πόλη. Εγώ άπ' τή Μαύρη με τη μάνα μου και τις
αδελφές μου έφυγα κρυφά και πήγα στην Πόλη. Ό πατέρας μου δεν το
κατόρθωσε γιατί εφρουρείτο το σπίτι πού τον είχαν βάλει τον πήγαν κάτω
στην Κιουτάχεια και πέθανε.
Και τα δυο χωριά μαζί εξορίστηκαν,
τους βαλαν σε σχολειά, εκκλησιές και σε σπίτια και τους τάϊζε ή
κυβέρνηση. Οι περισσότεροι όμως πέθαναν από μιαν αρρώστια πού τη λέγαν
λεκελί χουμά (Lekali Huma= εξανθηματικός τύφος). Από την ψείρα
μεταδίδονταν αυτή. Θυμάμαι τότε πού είχαν στους σταθμούς ζωγραφισμένες
μεγάλες ψείρες στα χαρτιά και γράφαν «καθαριότητα».
Το
1918 το κράτος τους έφερε πίσω, κι όσων τα πράγματα είχαν πουληθεί
στη δημοπρασία στο μεταξύ, αυτοί πήραν τα λεπτά τους στην επιστροφή.
Τα πράγματα άπ' τα σπίτια μας, τα πιο καλά, τα είχαν μεταφέρει στις
εκκλησίες και σε μερικά σπίτια, και τα φύλαγαν. Φυσικά κλέβαν κιόλα. Το
μαγαζί μου στη Χηλή τό' χαν πουλήσει. Τότε ήμουνα εγώ στην Πόλη και
για να επιτύχω να πάω στη Χηλή, μήπως και προλάβω τίποτα, κατατάχτηκα
εθελοντής στο στρατό και πήγα στη Χηλή, άλλα δεν μπόρεσα να κάνω
τίποτα. Γύρισα στην Πόλη έβγαλα τα στρατιωτικά και πήγα πάλι στη
δουλειά μου. Το 1918 όμως πού πήγαμε πίσω στα χωριά μας μού δώσαν τα
λεπτά. Όσοι είχαν αφήσει χρυσαφικά ή λεπτά σε Τούρκο φίλο, τα πήραν
πίσω. Τους τά’δωσαν όλα.
Ό πατέρας μου είχε αφήσει χρυσαφικά διακοσίων λιρών σ’ ένα φίλο του Τούρκο και μόλις γυρίσαμε μας τά 'δωσε. Τα σπίτια τα βρήκαμε όπως ήτανε.
Ησύχασαν
τα πράγματα. Έδωσε αμνηστία ό Τούρκος και κατέβηκαν κι οι αντάρτες.
Παρέδωσαν τα όπλα στους Γάλλους, δηλαδή ό λόγος το λέει, ότι τα
παραδώσαν τα καλύτερα τα κρύψαν, κι ενώ στο διάστημα του πολέμου δεν
κάναν τουλάχιστον κλεψιές, μετά πήγαν έξω άπ' τη Γκέβζε και κλέψαν
τρεις χιλιάδες πρόβατα άπό ε~να Τοϋρκο Άσλάν μπέη. Κι αυτός μάζεψε από
τά τουρκοχώρια καμπόσους οπλισμένους κι ήρθε κι έκαψε τά χωριά μας·
καλοκαίρι ήταν, του κουκουλιοϋ καιρός, πού ήρθαν άπ' τη Γκέβζε και τα
κάψαν. Ούτε οι ξένοι, ούτε οι Έλληνες είχαν έρθει ακόμα στα μέρη μας,
όταν τα κάψαν. Όταν ήρθε ό ελληνικός στρατός, τα Νεοχώρια ήταν καμένα.
Μόνο ή Χηλή είχε απομείνει με Έλληνες κατοίκους στην περιοχή μας.
Εντελώς
τα κάψαν και τα δυο χωριά και δεν κατοικήθηκαν πια. Οί κάτοικοι
σκορπίστηκαν τότε στην Αρετσού, στη Χηλή, στο Παντείχι, στην Πόλη, όπου
μπόρεσε καθένας πήγε.
Εμείς είχαμε
στη Χηλή μαγαζί, κι είχαμε πάει εκεί πριν τη φωτιά, γιατί ένας αντάρτης
ήθελε να παντρευτεί την αδελφή μας και φοβηθήκαμε. Το σπίτι μας στο
χωριό το νοικιάσαμε και κατοικούσε άλλος χωριανός.
'Εκεί
στη Χηλή πού ήμασταν, είδαμε τους Έλληνες· τέλος του Ί9 θαρρώ ήταν.
Την πρώτη φορά ήρθαν για δυο -τρεις μέρες μόνο, για να καθαρίσουν τον
τόπο από άτακτους και ν’ ακολουθήσουν οι Εγγλέζοι. Ξεκίνησαν γι' αυτή
την εκκαθάριση δυο τμήματα στρατού, ένα από το Τσιμπουκλί. από την
πλευρά του Βοσπόρου κι ένα από τη Νικομήδεια, επικεφαλής και των δύο
τμημάτων ήταν Εγγλέζοι. Στις ελληνικές δυνάμεις πού ήταν στο Τσιμπουκλί
διοικητής ήταν ό Βλαχόπουλος και στη Νικομήδεια ό Γαργαλίδης,
Εκείνοι
πού ξεκίνησαν κι έρχονταν από το Τσιμπουκλί, ξεγελούσαν τον επικεφαλής
Εγγλέζο και στο δρόμο καίγαν τά τουρκοχώρια. Βάζαν δικούς μας να
πυροβολούν από την κατεύθυνση των χωριών και μ’ αυτή την
πρόφαση πήγαιναν και τα καίγαν και τα λεηλατούσαν. Κατέβαζαν τα ζώα
στο Σκούταρι και τα πούλαγαν για δυο δεκάρες. Όταν όμως κατάλαβε το
κόλπο ό Εγγλέζος, τους γύρισε πίσω.
Όσοι
ήρθαν από τη Νικομήδεια δεν πείραξαν κανένα, ούτε και βρήκαν
αντίσταση. Μπήκαν ελεύθερα στη Χηλή. Γίνηκε δοξολογία στην εκκλησία
και κατόπι μίλησε ένας Έλληνας αξιωματικός, γιατρός, και είπε: «Εμείς
ήρθαμε για λίγες μέρες και θα φύγουμε. Να είστε αδελφωμένοι με τους
Τούρκους».
Πάντως πήγαν και
ξεγύμνωσαν μερικούς πλούσιους Τούρκους — δε μίλησε κανένας άπ' το φόβο
τους. Και τη μέρα πού φεύγαν, στο δρόμο τους επάνω ήταν ένα τζαμί κι
οι στρατιώτες πυροβολούσαν επάνω του χωρίς να τους λένε τίποτα οι
αξιωματικοί.
Μετά ήρθαν οι Εγγλέζοι
και κάθισαν έξω άπ' τη Χηλή. Βαλαν συρματοπλέγματα γύρω - γύρω στο
στρατόπεδο τους και τα βαπόρια τους στ’ ανοιχτά περίμεναν. Ήταν
διάφορες φυλές οι Εγγλέζοι, είχανε και μουσουλμάνους Ινδιάνους. Στους
αγράμματους μάθαιναν γράμματα με το πλακάκι και το κοντύλι. Ήταν μια
φυλή πού τρώγαν μόνο κατσικίσιο κρέας και κάτι πιταράκια πού τα ψήναν
μόνοι τους. Είχε και μια φυλή πού αλείφονταν με λάδι το 'χαν με τα
βαρέλια το λάδι κι αλείφονταν, και μια βλέπουμε στην αρχή, θεοτσίτσιδοι
όλοι, πρωί - πρωί και πασαλειμμένοι λάδια, ήρθαν στις στέρνες της
Χηλής πού ξεχειλούσαν νερό, να πλυθούν μ’ αυτό πού έτρεχε από πάνω.
Κάναν όμως παράπονα οι Τούρκοι και δεν το έπαναλάβαν. Κατά το διάστημα
εκείνο υπήρχε και ή τουρκική αστυνομία στη Χηλή, δεν καταργήθηκε.
Μετά
πεντέξι μήνες φύγαν αυτοί και ήρθε ό ελληνικός στρατός. Στρατοπέδεψαν
εκεί πού ήταν πριν οι Εγγλέζοι. Όταν έπεσε όμως ό Βενιζέλος, τους
διώξαν τους Έλληνες οι Άγγλοι κι από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης
κι από τη Νικομήδεια. Πήραν διαταγή να φύγουν κι εκείνοι πού
ήταν στη Χηλή. Γίναμε εχθροί με τους Άγγλους κι ενώ πριν ή ελληνική
σημαία κυμάτιζε στο μέσο των συμμαχικών, μετά την κατέβασαν.
Στη
Χηλή έμεινε τότε ένας υπαξιωματικός Κατσαρός με καμιά δεκαριά Έλληνες
στρατιώτες, λιποτάκτες του στρατού. Μάζεψαν και μερικούς Χηλήτες και
φύλαγαν τάχα τη Χηλή, αλλά ό σκοπός τους ήταν να κλέβουν. Πήγαιναν στα
χωριά, τάχα πώς γύρευαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο Τούρκο, τον
κρεμούσαν ανάποδα κι άναβαν χόρτα από κάτω για να μαρτυρήσει που έχουν
όπλα, κι υστέρα πήγαινε ένας Χηλήτης και του 'λεγε «δώσε εκατό λίρες
να σε γλυτώσουμε».
Όταν ξανάρθαν οι Άγγλοι αυτός ό Κατσαρός έφυγε, πήγε στην Πόλη
και προσπάθησε να φύγει. Έβαλε σε μια μαούνα τα πράματα του και τη Χηλήτισσα τη γυναίκα του, αλλά τον πιάσαν οί Τούρκοι και τον φέραν πίσω— φυσικά τότε είχαν πλακώσει οι κεμαλικοί στη Χηλή — και τον κόβαν λίγο - λίγο.
Εκείνη τη μέρα άνοιξαν τα μαγαζιά, αλλά το βράδυ μπήκαν δεκατέσσερις χιλιάδες μέσα κι άρχισαν τη λεηλασία. Χάλασε ό κόσμος εκείνο το βράδυ. Και τα πλοία τα’αγγλικά εκεί απέναντι κάναν φωτοβολίες (Εννοεί ότι ρίχναν τους προβολείς) και σεργιανούσαν.
Εκείνη τη μέρα εγώ έφυγα με τα πόδια για την Πόλη. Στο δρόμο συνάντησα εγγλέζικο ιππικό πού ερχόταν για τη Χηλή. 'Αλλ' αυτοί άμα είδαν πού κατελήφθη απ’τους κεμαλικούς, δεν προχώρησαν παραπάνω από το Άχματλί κι έμειναν εκεί έξι μήνες ακόμα μετά πού φύγαν όλοι οι Ρωμιοί απ τη Χηλή, και τα πλοία τους έξω άπ' τη Χηλή, βλέπαν πού τυραννούσαν τον κόσμο, ώσπου ναπομακρυνθεί κι ό τελευταίος Ρωμιός, και κατόπι κάτσαν κι αυτά όσο και τα στρατεύματα.
Όταν ξανάρθαν οι Άγγλοι αυτός ό Κατσαρός έφυγε, πήγε στην Πόλη
και προσπάθησε να φύγει. Έβαλε σε μια μαούνα τα πράματα του και τη Χηλήτισσα τη γυναίκα του, αλλά τον πιάσαν οί Τούρκοι και τον φέραν πίσω— φυσικά τότε είχαν πλακώσει οι κεμαλικοί στη Χηλή — και τον κόβαν λίγο - λίγο.
Τσέτες δεν εμφανίστηκαν
στην περιοχή μας στο διάστημα της ανακωχής, έκτος από κείνους τους
άτακτους πού ήρθαν αρχή - αρχή και κάψαν τα χωριά μας πριν φτάσουν τα
ελληνικά και τα συμμαχικά στρατεύματα. Μια και καλή, όταν γίνηκε ή
Καταστροφή, είδαμε τους κεμαλικούς.
Το
1922 πού έγινε ή Καταστροφή εμείς δε φοβηθήκαμε, γιατί ή ουδέτερα ζώνη
ήταν στη Ρήβα και οι "Άγγλοι σ' εμάς κοντά στρατοπεδευμένοι. Γι’αυτό
δε φύγαμε, μολονότι δυο μέρες πριν γράψαν οί εφημερίδες στην Πόλη, ότι
δεκατέσσερις χιλιάδες τουρκικός στρατός έρχεται να καταλάβει τη Χηλή.
Οι
πρώτοι πού μπήκαν ήταν καμιά σαρανταριά. Τους υποδέχτηκαν Τούρκοι και
Χριστιανοί. Πήγαν, κατέλαβαν τις αρχές και μπροστά στο δικαστήριο,
συγκεντρώθηκαν όλοι και μίλησε ό Χότζας, ό παπάς, μίλησε κι ένας
Τούρκος αξιωματικός κι είπε: «Παιδιά, πόλεμος ήταν και πέρασε. Ό,τι
έγινε, έγινε. Τώρα να πάτε στις δουλειές σας και δεν έχετε να
φοβηθείτε τίποτα».Εκείνη τη μέρα άνοιξαν τα μαγαζιά, αλλά το βράδυ μπήκαν δεκατέσσερις χιλιάδες μέσα κι άρχισαν τη λεηλασία. Χάλασε ό κόσμος εκείνο το βράδυ. Και τα πλοία τα’αγγλικά εκεί απέναντι κάναν φωτοβολίες (Εννοεί ότι ρίχναν τους προβολείς) και σεργιανούσαν.
Εκείνη τη μέρα εγώ έφυγα με τα πόδια για την Πόλη. Στο δρόμο συνάντησα εγγλέζικο ιππικό πού ερχόταν για τη Χηλή. 'Αλλ' αυτοί άμα είδαν πού κατελήφθη απ’τους κεμαλικούς, δεν προχώρησαν παραπάνω από το Άχματλί κι έμειναν εκεί έξι μήνες ακόμα μετά πού φύγαν όλοι οι Ρωμιοί απ τη Χηλή, και τα πλοία τους έξω άπ' τη Χηλή, βλέπαν πού τυραννούσαν τον κόσμο, ώσπου ναπομακρυνθεί κι ό τελευταίος Ρωμιός, και κατόπι κάτσαν κι αυτά όσο και τα στρατεύματα.
Εγώ
πηγαίνοντας τότε στην Πόλη, τη Χαρταλιμή, το Παντείχι τα βρήκα άδεια,
είχαν φύγει στην Πόλη. Πριν από μένα είχα στείλει στην Πόλη την αδελφή
μου και τον αδελφό μου και μείναμε εκεί ώσπου να 'ρθει κι ή μάνα μας
πού την αφήσαμε στη Χηλή. Εκείνη μας διηγήθηκε τη συνέχεια κι άλλοι
πατριώτες μας πού ήρθαν έπειτα.
Οχτώ μέρες βάσταξε ή λεηλασία της Χηλής. Κυρίως τα μαγαζιά σπάσαν. Μικρά πράματα κλέψαν κι από σπίτια κι ατίμασαν.
Στις
οχτώ μέρες ήρθε αγγλικό βαπόρι να πάρει τους χριστιανούς κι έπρεπε να
'χει πέντε λίρες το άτομο, για να πληρώσει τη βάρκα πού θά το πήγαιναν
στο βαπόρι. Άλλα οι Τούρκοι τους ψάχναν έναν - ενα στην παραλία, άντρες
τους άντρες και γυναίκες τις γυναίκες κι είχανε δυό βαρέλια, το ένα
για τα χρυσαφικά και τ’ ασήμια και τ’ άλλο για τις μπαγκανότες.
"Ύστερα
το πλοίο τους πήγε στο Γαλατά και τους βαλαν στις εκκλησίες, στην
Παναγιά και το Σταυρό, κι ύστερα άπω δεκαπέντε μέρες ήρθε ένα φορτηγό
να μας πάρει — κι απ’ άλλα πολλά χωριά, όχι μόνο από τα δικά μας. Κάναν
κορδόνι οι Εγγλέζοι δεξιά κι αριστερά του δρόμου, μας περάσαν άπ' τή
μέση και μας πήγαν στο βαπόρι. Αυτά τα προστατευτικά μέτρα τα λαβαν,
γιατί εκείνες τις μέρες είχαν σκοτώσει ένα πολισμάνο στο Γαλατά και
υπήρχε κίνδυνος να γίνουν βιαιοπραγίες εις βάρος των προσφύγων.
Έξήμισι χιλιάδες κόσμος μπήκαμε σ' εκείνο το βαπόρι και μας φέραν στην
Καλαμάτα.
Άλλα εκατό πέντε άντρες
της Χηλής, ανάμεσα σ' αυτούς και χωριανοί μας, δεν τους άφησαν να
φύγουν. Τους πήραν και τους πήγαν στον Άη Εύθυμη, την εκκλησία, κι από
κει τους βγάλαν δεμένους δυο - δυό και τους πήραν οι χωροφύλακες και
τους πήγαιναν νηστικούς. Στα μισά του δρόμου άλλος Τούρκος αξιωματικός
πού τους παρέλαβε, τους έλυσε τα χέρια και σ’ ένα τούρκικο χωριό πού πήγαν, τους δώσαν και ψωμί και φάγαν. Δεν τους είχαν γυμνώσει, δεν τους πήραν τα λεφτά τους ακόμα.
Όταν
άλλαξε αύτη ή βάρδια σε τρεις ώρες, τους δέσαν πάλι, αλλά δεν τους
πείραξαν. Στη Νικομήδεια πού φτάσαν, θέλαν να ψωνίσουν και δεν τους
άφησαν. Πιο πάνω άπ' τό αρμένικο χωριό το Μπαχτσετζίκ, σ' ένα τούρκικο
χωριό, τους βαλαν στο τζαμί να τους σκοτώσουν, αλλά οι χωρικοί
ξεσηκώθηκαν και δε θέλαν. Τους βγάλαν τότε παραέξω σε κάτι καπνοφυτείες
— ψηλά ήταν τα καπνά — κι εκεί τους ξεγύμνωσαν πρώτα, τους δέσαν δυό
-δυό, και με τις μαχαιριές τους σφάξαν. Δυό κατάφεραν να λυθούν και
πετάχτηκαν στα καπνά. Τον ένα τον σκότωσαν, ό άλλος γλύτωσε και πήγε με
το φανελάκι και το σώβρακο στο Παντείχι. Τον είδε ένας Άρμένης
κοντοκτόρος του τραίνου, του έδωσε ρούχο κι ήρθε στην Πόλη. Έκατσε
κανένα μήνα στο Μπαλουκλί, στο νοσοκομείο, τον δυνάμωσαν και τον
στείλαν στην Καλαμάτα. Αυτός μας τα 'πε. Ζει τώρα στη Μακεδονία.
Τα Νεοχώρια από τότε πού κάηκαν δεν ξαναχτίστηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου