.widget.ContactForm { display: none; }

Function Disabled

Αποσπάσματα βιβλίων




Από το βιβλίο της Ναταλίας Αδαμαντίδου
ΧΗΛΗ
«Αξέχαστη Πατρίδα»

Τό Ανω και Κάτω Νεοχώριον Χηλής
Όταν πλησίαζε ή γιορτή του Άη-λιά κα του Άγίου Παντελεήμονα ή σκέψη όλων μας πετούσε στά δυο χωριά και άρχιζε ή  ανησυχία  μας.

           -Ποιος  ξέρει  σκεπτόμασταν   θά   μας   πάνε στο  πανηγύρι;

-Θά πάμε, μανάκα, στο χωριό του Άη-λιά ;

-Ναί, θα πάμε, αν θέλη ό θεός...

Έπρεπε ή άπόφασις να ληφθη άπό μέρες πρίν για να νά γίνουν και οί απαραίτητες ετοιμασίες. Να σιδερωθουν τά καλά φορέματα και να μπουν στον μπόγο, και την παρα­μονή να λουσθούμε και να ξεκινήσουμε, άλλοι με τα πόδια γιατί δεν ήταν και πολύ μακριά από τή Χηλή κι άλλες με ζώα. Δούλευαν αρκετά οί δυο αγωγιάτες της Χηλής, ό Ντα­ής ό Πολύχρονης καί ο Μπούλντας.
Για μερικά τυχερά παιδιά, ερχόταν επίτηδες από τό χω­ριό, ό Μπάρμπα-Άγαπιός μέ τά δυό του άλογα, στολισμένα μέ φούντες και κουδούνια και μέ τίς υφαντές βε­λέντζες. Θά τά φιλοξενήση αρκετές μέρες στο σπιτάκι του.
           -Να ό Μπάρμπα Άγαπιός φωνάζαμε. Καλώς τονα- Καλώς τονα.
Κι ό Μπάρμπα Άγαπιός πρόσχαρα μας έλεγε :
         -Έ !   Καλημέρα  γιά.   Ήρτα  νά   σας  πάρω.   Έτοιμαστήτε λήγορα. Τά στολισμένα άλογα μέ τις δυό τετράγωνες κούφες,  δεξιά και  αριστερά στέκονται στήν πόρτα καί πε­ριμένουν.
         Στό σπίτι μεγάλη κίνησι καί σε λίγο όλα έτοιμα.
    -Ελα, κιζίμ, έλεγε στήν πιο μικρή. Κάτσε σ' αύτήνα  ντή  κούφα.
     -Έλα,   όγλούμ,  και σύ  άπέ    τήν  άλλη   μεριά.
Καί   δός του   προσπαθούσε   νά   φέρη   τό ίσοζύγιον,   ό Μπάρμπα-Άγαπιός βάζοντας  βάρος μιά από τα δεξιά μιά άπό τα  αριστερά  και  μονολογούσε.
-Νά, ίστέ,  στέκα να  βάλω λίγο  Βάρος άπ έδώ.
Στό σαμάρι, έβαζε τό πιο μεγάλο παιδί καί τά άλλα στις κουφές. Τό δειλινό, ξεκινούσαμε με τη δροσιά. Τι χαρά! Οι καρδούλες χοροπηδούσαν. Τραγούδια, αστεία, πειράγμα­τα. Ό Αγάπιος πού είχε συναίσθηση της ευθύνης του είχε τά μάτια του δεκατέσσερα. Τά άλογα περπατούσαν σιγά-σιγά, λικνιστικά καί προσεκτικά λές καί καταλάβαιναν ότι  τό   φορτίο  τους  ήταν πολύτιμο.
Τά παιδιά έτσι πού κουνιόνταν έπαιρναν «καλαβούρια» κατά τη Χηλίτικη έκφρασι καμμιά φορά άποκοιμόταν.
Άπό του Χατζή-πασά τη στέρνα φτάναμε στο Καραγάτσοι, πού ήταν μιά ιδεώδης τοποθεσία, εξοχικό κέντρο, και κατεβαίναμε προς τον Ταμπάχανα μέ τά κρουσταλ-λένια νερά και φτάναμε ατά Τσινάρια, δύο πελώρια δέν­τρα στη μέση τού δρόμου σαν φύλακες. Άπ έκει και πέρα άρχιζε ή λίγο άγρια φύσις του χωριού. Λεύκες, πλατά­νια, καστανιές, φλαμουριές, καρυδιές, μουσμουλιές, κουμα­ριές καί άλλα χαμόκλαδα στις πλαγιές και στις κορφές ή­ταν τόσο άφθονα καί τόσο συνταιριασμένα πού δέν χόρται­νες να τα βλέπης. "Ένα ρηχό καί πλατύ ποτάμι πού το περνούσαμε τόσο ευχάριστα τσαλαβουτώντας έφερνε σέ μιά βρυσούλα τη Μ α ρ ο ύ λ α και έν συνεχεία φτά­ναμε στόν Κουτσό, βρύση στην είσοδο πλέον τού Κάτω χωριού πού στεκόμασταν και έκεί γινόταν ή τουαλέτα  μας.
Οι χωριανές φιλόξενες δέχονταν τους μουσαφιραίους συγγενείς καί φίλους πολύ εγκάρδια καί καλόκαρδα. Τό σπίτι τού Μπάρμπα-Άγαπιού ήταν άπό τά πρώτα, Κατέ­βαζε τά παιδιά και τά φιλοξενούσε ώς τοΰ Αγίου Παντε­λεήμονα, Τά δύο χωριά απείχαν άπό τή Χηλή περίπου 5 χιλιόμετρα καί ήταν χτισμένα μέσα στα βουνά. Το Κάτω, σέ χαμηλή τοποθεσία, γι.' αυτό έλέγετο καί Κάτω Νεοχώριαν. Τό Άνω υψηλά μέ ωραιότατη θέα.
Καί τά δυο κατοικούντο άπό Έλληνας Χριστιανούς. Τούρκος ούτε ένας. Μιλούσαν άπταιστα: την ελληνική γλώσσα  μέ  μιά προφορά συρτή στις καταλήξεις.  Φιλοπρόοδοι  και εργατικοί μολονότι οί περισσότεροι ήταν κτηνοτρό­φοι  καί  γεωργοί,  ήσαν   αρκετά πολιτισμένοι.
Οί άνδρες λίγο τραχείς επηρεασμένοι από το περιβάλλον. Αρκετοί νέοι έσπούδαζαν στην Πόλη και στήν Ελ­λάδα και δεν ήτανε λίγοι οι ιατροί, φαρμακοποιοί, διδάσκα­λοι κ.α.
Τούς κτηνοτρόφους έλεγαν –Κεχαγιάδες-και εί­χαν αρκετά κεφάλια και λεπτά. Λόγω τού ότι ήσαν υπο­χρεωμένοι να γυρίζουν στά βουνά ήσαν πάντα οπλισμέ­νοι. Γι αυτό και στήν ανάγκη κατέληγαν αντάρτες. Ήξε­ραν να χειρίζωνται τα όπλα, έν αντιθέσει μέ τους Χηλήτες πού σχεδόν τα φοβόντουσαν. Είχαν τα σχολεία τους, τις εκκλησίες τους καί τα αλώνια, όπου γίνονταν τα πανη­γύρια.
Το πανηγύρι τού Αη-λιά γινόταν λίγο, έξω από το Κάτω το χωριό στο ομώνυμο εκκλησάκι πού φάνταζε κά­τασπρο στην κορφή ενός λόφου. Γλέντι μέ λατέρνες και βιολιά καί τα αρνιά στη σούβλα μέ το γλυκό χωριανό κρα­σί ήταν άφθονο. Χοροί καί τραγούδια στο αλώνι και στον Άη-λιά.
Το Επάνω χωριό ήταν ψηλά σέ οροπέδιο ένώ το Κά­τω χαμηλά σέ όλοπράσινη κοιλάδα. Τό ένα δέν άπείχε πολύ άπό τό άλλο. Κάθε οικογένεια είχε το σπιτάκι της το αμπέλι της ή τό χωράφι και έτρεφε καί κανένα ζωντα­νό. Πολύ χαρακτηριστική ήταν ή φωνή, τού βοσκού πού άκουες πρωί-πρωί.
-Φέρτε  τ'   άγελάδια  σας απέ τί αχλαδιές  ή
-Φέρτε τ' άγελάδια σας απέ τη  Χηλής ντο δρόμο.
Κι έβλεπες όλους να τα οδηγούν προς τα έκεί για νά τα  μαζέψη   για  τή βοσκή.
Στο πανηγύρι της Πεντηκοστής έρχονταν κι αυτοί στή Χηλή κι έτσι ανταποδίδαμε τη φιλοξενία. Ή ζωή μας κυλούσε μάλλον ήσυχη. Κάποτε όμως άκούονταν κάποιοι φόνοι καί σκοτωμοί άπό αντιζηλίες τών Κεχαγιάδων και των βοσκών, έξω άπό τα χωριά, στα βουνά καί τα βοσκο­τόπια.
Σήμερα πηγαίνεις από τη Χηλή στό χωριό σέ δέκα λεπτά μέ αυτοκίνητο.
Τι βρίσκεις όμως ; Τίποτε. Μόνο τη «Φλούδα» βρύση μέ κρυσταλλένιο χωνευτικό νερό, πού τρέχει ακατάπαυστα καί δροσίζει τους περαστικούς χωριάτες.





ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΑ ΔΥΟ ΝΕΟΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΧΗΛΗΣ

Κατά τους συγγραφείς τών Βιθυνικών (1867).
Μάρκου Κλεωνύμου  και Χρήστου Παπαδόπουλου

Στά νοτιοανατολικά καί δύο ώρας περίπου μέ τά μέσα της εποχής εκεί­νης (1907) μεσογείως της Χιλής εύρίσκοντο αί δύο κωμοπόλεις Κάτω Νεοχώριον καί "Ανω Νεοχώριον ολίγα λεπτά άπέχουσαι ή μία από τήν άλλην, διαμορφωθεΐσαι δε εκεί πρίν από τρεις αιώνας κατά τήν παράδοσιν καί υπαγό­μενα! πολιτικώς είς τήν Χιλήν.

Οί κάτοικοι τών δύο τούτων χωρίων ώμίλουν καθαρά τήν έλληνικήν, διεκρίνοντο δε διά τήν καλλιφωνίαν καί τήν κλίσιν των προς τήν μουσικήν. Πολλοί από αυτούς έγνώριζον καί τήν εκκλησιαστικήν μουσικήν και εψαλλον έπ' εκκλησίας.
ΚΑΤΩ ΝΕΟΧΩΡΙΟΝ

«Κάτω Νεοχώριον, σύγκειται από 400 μόνον περίπου έλληνικάς χριστιανικάς οικίας" διατηρείται μόνον δημοτική σχολή οί κάτοικοι ταύτης ένασχολούνται ιδίως εις τήν ποιμενικήν».

 Η κυρία εργασία των ήτο ή ποιμενική, μερικοί όμως ήσχολούντο μέ τήν γεωργίαν καί άλλα επαγγέλματα. Τελευταία ειχον αρχίσει νά έπιδίδωνται εις τήν καλλιέργειαν της μετάξης, δια τό πρόσφορον του εδάφους.

Εις τό Κάτω Νεοχώριον τήν πρώτην δεκαετίαν του Κ' αιώνος εζων 750 περίπου έλληνικαί ορθόδοξοι οικογένειαι, μέ 3.000 περίπου ψυχάς.
Ό κοινοτικός ναός έτιματο εις τό όνομα τού Προφήτου Ήλιου, ανεγερ­θείς τό 1834, μέ τρεις ιερείς. Υπήρχεν άγιασμα εις τό όνομα του ιδίου προφή­του, εύρισκόμενον έπί τερπνού λόφου.
Συνετήρει ή κοινότης δημοτικόν σχολείον αρρένων μέ δύο διδασκάλους καί 250 μαθητάς, καί δημοτικήν σχολήν θηλέων, μέ μίαν διδασκάλισσαν, μίαν βοηθόν καί 180 μαθήτριας, συνολικά 430 μαθηταί.

ΑΝΩ ΝΕΟΧΩΡΙΟΝ

«"Ανω Νεοχώριον, έχει μόνον υπέρ τάς 250 οικογενείας μετά δημοτικής σχολής».
Ή κωμόπολις αυτή, ή οποία εύρίσκετο πολύ κοντά προς τό Κάτω Νεο­χώριον είχε 610 οικογενείας, μέ 2.500 περίπου ψυχάς.

Ειχεν έκκλησίαν τιμωμένην εις τό   όνομα του μεγάλου Βασιλείου, κτισθεΐσαν τό 1834. μέ δύο ιερείς, ως καί δύο αγιάσματα, του άγιου Παντελεή­μονος καί του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.


Διετήρει δημοτικήν σχολήν αρρένων μέ δύο διδασκάλους καί 100 μαθη­τάς {310, 1909) καί δημοτικήν σχολήν θηλέων, μέ ενα διδάσκαλον, μίαν διδασκάλισσαν, μετά δύο βοηθών καί μέ 140 μαθήτριας καί νήπια.

Απόσπασμα 

από το βιβλίο της Ναταλίας Αδαμαντίδου.


ΧΗΛΗ

“Αξέχαστη Πατρίδα”


ΓΙΑΤΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ

ΤΟ ΑΠΟΚΟΜΜΑ


Το απόκομμα το γιάτρευε ή Ζαμπακιώ ή Πούτλα. 
Τι ήταν αυτό; 'Απλώς ή ίσχυαλγία.
-Μαρί άποκόπηγκέτηνα, έλεγαν, όταν την έπιανε ο πόνος στη μέση.
-Άπλαλείτε να φωνάξετε ντή Ζαμπακιώ.
-Κι ερχόταν ή Ζαμπακιώ, μιά πελώρια γυναίκα, συνάμενη κουνάμενη μέ τά χέρια στή μέση, έπαιρνε ύφος σπουδαίο και ρωτούσε :
-Ποια ένε μαρί αύτή πού ντήνε άποκόπηγκαι. Φέρτε τήνα εδώ κοντά.
Την έπιανε από το χέρι τήν ξάπλωνε στο κατώφλι μιας πόρτας και μέ αυστηρότητα τήν ρωτούσε, κρατώντας ένα μπαλτά στό χέρι;
-Γιατί σε άποκόμπηγκε μαρί;
Έσύ, γιατί έκαμες ζυμαρικά;
-Έμενα μέ τάδωγκε ο θεγός
-Κι έγώ πονώ νά γιάνω...

Σήκωνε τότε μέ μεγάλη δύναμη το μπαλτά σαν νάθελε νά τη σφάξη, τον κατέβαζε κατόπι σιγά - σιγά και απαλά στή μέση της κάνοντας τρείς φορές το σημείο του σταυρού. Μετά καθόταν επάνω της και τήν πίεζε και θάταν ή ευλογημένη 100 οκάδες. Το θαύμα έγίνετο. Ή παθούσα γινότανε καλά.



Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Παπαστράτου 
ΧΗΛΗ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΥΞΕΙΝΟ ΠΟΝΤΟ.

(Η περιγραφή του για το Άνω και Κάτω Νεοχώρι της Χηλής)

Σέ άπόστασι περίπου έξήμιση χιλιομέτρων από τη Χηλή, υπήρχαν δυο ελληνικά χωριά, τό "Ανω και Κάτω Νεοχώριον Χηλής όπως έλέγοντο, μέ καθαρώς ομογενή πληθυσμό πού έφθανε τις όκτώμιση  χιλιάδες ψυχές.

Τά χωριά αυτά, καθαρώς γεωργικά και Ιδία κτηνοτροφικά, εiχαν κτισθή περί τά τέλη τοΰ δεκάτου ογδόου αίώνος άπό πρόσφυγας τής Κωμοπόλεως Τάς-Κιοπροϋ (Πέτρινη Γέφυρα) τής  Βιθυνίας, κοντά   στην Νικομήδεια,  πού   έφυγαν για  νά σωθοϋν άπό τούς διωγμούς κατά τό έτος 1770 κατά τήν έπανάστασι τοϋ Όρλώφ.

Έκεi οί Χωριανοί —έτσι τούς λέγανε οι Χηλίτες— κτίσανε στην αρχή μερικές καλύβες, μέσα όμως σέ λίγα χρόνια, οί πρόχειροι αυτοί ελληνικοί συνοικισμοί, χωρίς καμμιά εξω­τερική βοήθεια, χάρις στην εργατικότητα και δραστηριότητα των κατοίκων, εiχαν άναπτυχθή σέ δυο όμορφα χωριά, πού ή άπόστασις του ενός άπό τό άλλο δέν ήτανε μεγαλείτερη άπό πεντακόσια μέτρα. Και τά δυό είχαν όμορφες και καλοκτισμένες εκκλησίες και πολύ ευρύχωρα σχολεία, ύπήγοντο δέ και αυτά στην πνευματική δικαιοδοσία τοϋ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος.

Πριν άπό τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ό αριθμός τών γιδοπροβάτων και τών δύο χωριών έφθανε σέ αρκετές δεκάδες χιλιάδων.

Τό Κάτω χωριό πανηγύριζε τήν 20ήν Ιουλίου στό εξοχικό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, πού είχε και άγιασμα, τό δέ άλλο χωριό είχε τό πανηγύρι του στις 27 Ιουλίου στό «Μπαΐρι», ενα δενδρόφυτο μικρό οροπέδιο σέ άπόστασι δυόμιση χιλιο­μέτρων, στό όποιο όδηγούσε ένας γραφικός ανηφορικός δρόμος ή μάλλον μονοπάτι ανάμεσα άπό κουμαριές.
Και στό Μπαΐρι υπήρχε ένα έρημοκλήσι μέ άγιασμα.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου