.widget.ContactForm { display: none; }

Function Disabled

Το Νεοχώρι (Yeniköy).

Πατρίδα είναι εκεί, όπου έχει ρίζες η καρδιά.

Με τη σελίδα αυτή θα θέλαμε, να παρουσιάσουμε στους φίλους μας μέσα από κείμενα και φωτογραφίες από πού κρατούν οι ρίζες μας.
Κάθε άτομο που οι πρόγονοι του γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Μικρά Ασία πρέπει να επισκεφτεί τον τόπο αυτό, ως φόρο τιμής για τους νεκρούς, για τα βάσανα, τις κακουχίες, τις εξορίες και τελικά την προσφυγιά  και τον ξεριζωμό των Ελλήνων, από τον χώρο που ζούσαν για αιώνες.
Οι μαρτυρίες τα κείμενα οι φωτογραφίες κ.α. αφορούν την ιδιαίτερη πατρίδα των δικών μας και συγκεκριμένα το Νεοχώρι (Yeniköy) της Χηλής (Şile) της Τουρκίας.
Επιδίωξη μας είναι να διδαχθούν οι νεώτεροι που έχουν προσφυγικές ρίζες να μην τις ξεχνούν.



Χαρούλα & Πέτρος Ζωγραφόπουλος


ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΖΩ

Όλη η Μ. Ασία, Πόντος, Καππαδοκία, Παράλια και η Κωνσταντινούπολη, δεν είναι μόνο για ταξίδια αναψυχής και αγορές.
Θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί, σ’ αυτήν την νευραλγική περιοχή, τα Ματωμένα Χώματα. Αυτές οι πατρίδες είναι χαμένες αλλά όχι λησμονημένες.
Η μνήμη είναι το ακοίμητο καντήλι, το αναμμένο κερί που με τίποτε δεν πρέπει να αφήσουμε να σβήσει. Οι πρόγονοί μας  ξεριζωμένοι από τα μέρη όπου γεννήθηκαν ήρθαν, στη νέα τους πατρίδα. Οι κάτοικοι στη νέα πατρίδα δεν τους καλοδέχθηκαν. Πρόσφυγγες τους έλεγαν, Τουρκόσπορους, Τουρκομερίτες… Δεν παντρευόντουσαν τα παλληκάρια «προσφυγγοπούλες», δεν άφηναν οι δικοί τους. Και όμως, οι πρόσφυγες ήρθαν και έδωσαν ζωή σε κάθε ξερό τόπο! Αγωνίστηκαν με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει και πρόκοψαν.

«Όποιος μ’ ακούει να τραγουδώ άραγες τι να λέει;
Για τον καλό της τραγουδεί ή τον καημό της λέει;
Σαν τραγουδώ τον πόνο μου, γλυκαίνει και περνάει,
Μα το τραγούδι της καρδιάς στον ουρανό με πάει…
Η καρδιά μου πάντα θα ανήκει εκεί όπου είναι η ρίζα μου!!!
Κι’ απ’ ότι λέει ο Ελύτης « Είμαστε από καλή γεννιά»


Χαρούλα Ζωγραφοπούλου


ΤΟ  ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΟΥ ΝΕΟΧΩΡΙ (Yeniköy) & ΧΗΛΗ (Şile) Μ. ΑΣΙΑΣ)

(Γράφει η Χαρούλα Ζωγραφοπούλου)

Σαν παραμύθι μοιάζουν μερικές σελίδες από τη ζωή των προγόνων μου. 
Της γιαγιάς μου Βασιλικής Μπόσκογλου (από τον πατέρα μου) και μετέπειτα Γρηγοράκη. Της άλλης γιαγιάς μου Αικατερίνης Τάκογλου (από τη μητέρα μου), τον παππού μου Σταύρο Βαλσαμίδη, που γεννήθηκαν στο Νεοχώρι (Yeniköy) Χηλής Κωνσταντινούπολης.
Οι πρόγονοί τους έφυγαν τον 18ο αιώνα (για ευνόητους λόγους) από το Τας-Κιουπρού της Νικομήδειας (Τας-Κιουπρού, σημαίνει Πέτρινη γέφυρα), και εγκαταστάθηκαν στο Νεοχώρι. Ίδρυσαν το πάνω και το κάτω Νεοχώρι, χωριά, με 5.500 κατοίκους. Τούρκοι στο χωριό δεν υπήρχαν, ούτε ένας. Τα γύρω χωριά όμως ήταν Τουρκοχώρια.
Αυτές τις σημειώσεις αφιερώνω στη μνήμη τους.
Τον Ιούνιο του 2011, πραγματοποίησα ένα όνειρο ζωής, να επιστρέψω στις ρίζες, να περπατήσω, να αναπνεύσω, να γευτώ, να κλάψω, να τραγουδήσω, να χορέψω, στα χώματα όπου έζησαν οι πρόγονοι μου. Να δω και να πάρω μαζί μου, από την ιδιαίτερη πατρίδα το Νεοχώρι, όλα όσα άκουσα από αφηγήσεις και ιδιαίτερα από τη γιαγιά μου Κατίνα Τάκογλου-Βαλσαμίδου.
Ησύχασε η ψυχή μου, καθώς και όλων των συνταξιδιωτών, ανάβοντας λίγα κεριά (πού πήρα από την Ελλάδα), στο ρημαγμένο από γκρέϊντερ (1993), νεκροταφείο του Νεοχωρίου, τώρα είναι δάσος. Βρήκαμε στο δασωμένο πια μέρος, έναν πέτρινο σταυρό και εκεί με πολύ συγκίνηση ανάψαμε όλα τα κεριά που είχαμε. Οφείλω να τονίσω, ότι μας βοήθησαν πολύ, οι κάτοικοι του χωριού, αλλιώς δύσκολα να το βρούμε γιατί είναι υπερυψωμένο από το δρόμο.
Οι κάτοικοι μας καλοδέχθηκαν! Hoş geldiniz! (καλώς ορίσατε!) μας φώναζαν, βγαίνοντας στις αυλές και τα παράθυρα των σπιτιών. Οι λαοί πάντα τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους! Ας όψονται οι αίτιοι!
Πήρα λίγο χώμα από τον κήπο ενός σπιτιού. Η όμορφη Τουρκοπούλα μαζί με τη μητέρα της ξερίζωσαν λίγα φυτά και μου τα έδωσαν. Τις φίλησα, με φίλησαν δακρυσμένες! Τις ευχαρίστησα,  güle güle (στο καλό) μου φώναζαν, καθώς έφευγα. Τα φυτά τα έχω τώρα στον κήπο μου, στη Νάουσα. Τα βλέπω που ανθίζουν όλο το καλοκαίρι, με τα όμορφα λιλά άνθη τους και μου θυμίζουν το όμορφο, καταπράσινο Νεοχώρι!
Στο μικρό λόφο του χωριού σώζονται τα ερείπια από το εξωκκλήσι του προφήτη Ηλία και το αγίασμα. Εδώ βάφτιζαν τα μωρά, μας επιβεβαίωσαν και οι κάτοικοι του χωριού (vaftız çocukları). Εδώ επίσης κάθε 20 Ιουλίου γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Τιμούσαν τον προφήτη Ηλία, ερχόντουσαν από όλα τα γύρω μέρη: Χηλή Αρναούτκιοϊ….. Δίπλα στο ξωκλήσι υπάρχει βρύση τρεχούμενη και το όλο τοπίο σου θυμίζει τον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας.
Επισκεφθήκαμε επίσης, το σωζόμενο σχολείο, με την φωτογραφία του Κεμάλ να δεσπόζει στο μπροστινό μέρος του κτηρίου. Το τζαμί του χωριού, (που στη θέση του ήταν κτισμένη η εκκλησία του χωριού και πάλι με το όνομα του προφήτη Ηλία). Στο Νεοχώρι υπάρχουν 3-4 παλιά σπίτια (αρχοντόσπιτα τότε). Στο άνω χωριό δεν υπάρχει κανένα παλιό σπίτι, μόνο βίλες και ενοικιαζόμενα δωμάτια για παραθέριση. Η θάλασσα της Χηλής είναι 6 χλμ. από το χωριό. Το πάνω με το κάτω χωριό έχει καμιά 500 μέτρα απόσταση. Στο πάνω χωριό σώζονται οι πέτρες από τους περιμετρικούς τοίχους του ιερού ναού του Αγ. Βασιλείου, όπου ήταν ιερέας ο παππούς του άντρα μου. Ήταν ο σεβασμιότατος πατήρ Αθανάσιος Σαββατόπουλος, ο βροντόφωνος, που όπως έλεγαν οι παλιοί κάτοικοι του χωριού, «όταν χίρηνε την ψαλμουδιά σειόταν η εκκλησιά, κελαήδηνε»…Η φωτογραφία του βρίσκεται στο γραφείο του Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Νάουσα, όπου και λειτουργούσε όταν ήρθε στη Νάουσα πρόσφυγας. Απόφοιτος της θεολογικής σχολής της Χάλκης. Δίδαξε και ως διδάσκαλος σε πολλά χωριά της Μ. Ασίας. Η κόρη του Μαρίκα παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Νεοχωρίτη Στυλιανό Γιαλδιζόγλου-Ζωγραφόπουλο. Ήταν φίλες και συγγενείς με την γιαγιά μου Κατίνα. Έπαιζαν και τραγουδούσαν μαζί, πέρασαν ωραία χρόνια στην πατρίδα, όπως έλεγαν. Ακόμη και σήμερα αντηχούν κάποια λόγια από ορισμένα τραγούδια που έλεγαν:
Θάλασσα – Μαύρη θάλασσα και πικροκυματούσα
Όλοι σε λένε θάλασσα μα εγώ σε λέω ανθούσα…
Άλλο τραγούδι:
Στης ματζουράνας τον ανθό έγειρα ν’αποκοιμηθώ
Την αγάπη μου να θυμηθώ…
Υπάρχει, στη Χηλή η παραλία (Κούμ-μπαμπά) με την αμμουδιά που έχει ιαματικές ιδιότητες.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας στη διπλανή πόλη Ağva. Πανέμορφη και αυτή, με πολλά νερά και πολύ πράσινο. Πόλη παραλιακή, όπου πήγαιναν πολλοί Νεοχωρίτες. Επιστρέφοντας από την Ağva στη Χηλή, συνεχίσαμε να θαυμάζουμε το τοπίο. Απέραντες εκτάσεις με βελανιδιές, φουντουκιές και άλλα δένδρα.
Φτάνοντας στη Χηλή επισκεφτήκαμε το Φάρο, που δεσπόζει επάνω σε ένα βράχο. Το βράδυ φωτίζει όλη τη Χηλή και τα καράβια της Μαύρης θάλασσας. Ο φάρος κατασκευάστηκε το 1860 και είναι απ’ τους μεγαλύτερους της Τουρκίας.
Κατηφορίζοντας πήγαμε στην εκκλησία της Παναγίας κοντά στον ταρσανά, όπου άλλοτε την ημέρα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου, γινόταν λειτουργία και ξεκινούσαν οι «αλαμάνες», είδος βάρκας, για το ψάρεμα της παλαμίδας «πελαμίδα» την έλεγαν οι γιαγιάδες μου. Την ημέρα μάλιστα της πεντηκοστής γινόταν μεγάλη γιορτή, ερχόντουσαν από Κωνσταντινούπολη ειδικά γι’ αυτήν τη γιορτή. Στην εκκλησία της Παναγίας υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου προστάτη της Χηλής, παππούλη όπως τον έλεγαν οι χηλήτες και οι χηλήτισσες.
Βρήκαμε το παλιό χαμάμ, όπου πήγαιναν άλλη μέρα οι Ρωμιές και άλλη μέρα οι Τουρκοπούλες. Στη Χηλή υπήρχαν Ρωμιοί και Τούρκοι. Τα σπίτια των Ρωμιών ήταν από την εκκλησία της Παναγίας στο ντερέ (ποτάμι) προς το Φάρο. Τι να πρωτοθυμηθώ, αντικρίζοντας αυτά τα μέρη! Τις χαρές, τα γλέντια…τις εξορίες, τον ξεριζωμό!
Ξεκουραστήκαμε λίγο στο ξενοδοχείο  Değirmen (Μύλος) και αργότερα ψάξαμε για τις ταφόπλακες, που υπάρχουν εκεί, οι οποίες μεταφέρθηκαν από το Νεοχώρι. Τις αναζήτησε και τις βρήκε ο σύζυγος μου Πέτρος Ζωγραφόπουλος. Αυτές βρίσκονται και τώρα στο ίδιο μέρος. Είναι στην καφετέρια που λέγεται «Melek abla» (Αδελφή Αγγελική), απέναντι από το ξενοδοχείο Değirmen. Βρίσκονται δίπλα στη σκάλα της καφετέριας του κεντρικού δρόμου όπου γράφει «antic park” και κάτω από ένα τσιμεντένιο τοίχο. Είναι καμιά δεκαριά, αναφέρονται τα ονόματα και ανάγλυφοι σταυροί. Πήραμε βίντεο, τις καθαρίσαμε και κάναμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη τους. Τα κοιμητήρια είναι τα μόνα που μπορούν να εξασφαλίσουν μια «θωράκιση» απέναντι σε ενδεχόμενες αμφισβητήσεις!
Φορτωμένοι συγκίνηση και αναμνήσεις πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Αυτό το ταξίδι ήταν ένα τάμα, ένα προσκύνημα, που το χρωστούσα εγώ και ο σύζυγός μου, στις ψυχές των προγόνων μας, που άλλοι τάφηκαν εκεί και άλλοι χάθηκαν. Ας μην ξεχνάμε και τα τάγματα εργασίας-θανάτου.
Εκπληρώσαμε ένα όνειρο μας, νοιώθοντας ότι κάναμε το καθήκον μας, προς τη μνήμη των προγόνων μας! Το ταξίδι αυτό (προσκύνημα) θα μείνει βαθειά χαραγμένο στο μυαλό μου και την καρδιά μου!
Εύχομαι να τα καταφέρω να ξαναπάω!!!

Χαρούλα Ζωγραφοπούλου


Από το βιβλίο (ΑΛΗΣΤΕΣ ΜΝΗΜΕΣ Χηλίτες) του Αντώνη Τερζή.
(Αναφορά του συγγραφέα στα Νεοχώρια.)

Τα Νιχώρια είχαν τις δικές τους εκκλησίες και προστάτη τους τον Αη-Γιώργη.
Είχαν ακόμη τα δικά τους πανηγύρια τ’ Αη-λιά και τ΄ Άη- Παντελεήμονα.
Η απόσταση που τα χώριζε από τη Χηλή δεν ήταν ούτε 5 χλμ. και  η φύση κατά την διαδρομή ήταν μαγευτική από του Χατζή-πασά τη στέρνα στο Καραγάτσι, από εκεί στον Ταμπάχανα και ύστερα στα Τσινάρια. Στη συνέχεια, κι όσο πλησίαζε κανείς στα Νιχώρια, η φύση άρχιζε να γίνεται πιο άγρια και περισσότερο μαγευτική.
-«Καστανιές, φλαμουριές, καρυδιές, λεύκες, πλατάνια, μουσμουλιές, κουμαριές, όλα απλόχερα δοσμένα από το χέρι του Θεού.
Τόπος που και να μη δουλέψεις είχες πάντα κάτι να φας.
Οι σκίουροι το φρόντιζαν αυτό. Σε κάθε βήμα σου οι κουμπουλιές (οι σωροί οι στίβες) που σώρευαν τον καιρό της αφθονίας χόρταιναν οδοιπόρους νηστικούς και περίσσευαν.
Καρύδια, μούσμουλα, κούμαρα, κράνα και όλα τα «καλούδια» της φύσης από ήμερους και άγριους καρπούς». (Ακούσματα του κ. Παναγιώτη Μαυροπούλου από διηγήσεις της μητέρας του Μαγδαληνής Παχύ)
Τώρα, 50 χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου – αιωνία του η μνήμα- μια πιο προσεκτική προσέγγιση στα πράγματα μ΄έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο αληθινές ήταν οι ιστορίες που μας έλεγε τότε και που φάνταζαν σε μας τους μικρούς σαν παραμύθια:
-“Και που λέτε, παιδιά μου, στις τρείς του τρυγητή λακίσαμε απ’ τον τουρκικό στρατό.
Τις μέρες λουφάζαμε μέσα στ’ άγρια ρουμάνια και τις νύχτες οδεύαμε ώρες ατέλειωτες.
Χωρίς ψωμί. Χωρίς φαϊ. Και όμως δεν χαθήκαμε.
Τρώγαμε βαλανίδια»!!!
Εδώ τα σκιερά δάση και τα απέραντα βοσκοτόπια της Μεσοθυνίας συνθέτουν έναν κατ’ εξοχή γεωργικό και κτηνοτροφικό οικισμό.
Άντρες τραχείς από τη φύση τους οι Νεοχωρίτες, ήταν οι περισσότεροι κεχαγιάδες με πολλά αγίλια (κοπάδια ζώων) από χιλιάδες ζωντανά - μικρά και μεγάλα - και απέραντα τσαϊρια – βοσκοτόπια - και ζούσαν στην ανάγκη όλη τους τη ζωή σαν αντάρτες – οπλοφόροι, για την προάσπιση της ζωής τους και της ζωής της οικογένειάς τους. Γυρόφερναν ολοχρονίς τις λαγκαδιές με τα αγίλια τους κι αυγάταιναν το βιός τους.
          Αυτοί ήταν οι Νεοχωρίτες.
Πεχλιβάνηδες και παλληκαράδες και Τούρκος στα χωριά τους δεν πλησίαζε, γι’ αυτό και ο κάθε κατατρεγμένος χριστιανός κοντά τους εύρισκε απάγκιο και καταφυγή και πλήθαινε τις τάξεις τους.
Φυτεύτηκαν στα χρόνια τα παλιά από μετοικεσία (Ήρθαν από το Τας-ΚΙοπρού(=Πέτρινη Γέφυρα) σε τούτο τον ευλογημένο τόπο της Μεσοθυνίας και με την προκοπή και την παλληκαριά τους ανέδειξαν σύντομα τα μικρά ελληνοχώρια τους σε πλούσια κεφαλοχώρια της περιοχής.
Ήταν εργατικοί και φιλοπρόοδοι και παρά το ότι ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, πολλοί απ’ αυτούς διακρίνονταν και στα γράμματα.
Άλλα οι Τούρκοι, από φόβο, τους προέγραψαν πολύ νωρίς και βάλθηκαν να τους εξαφανίσουν.
Με το λεπίδι, τον εκπατρισμό και τελικά με τη φωτιά, ρήμαξαν τα πλούσια χωριά τους και τους ξεκλήρισαν.
Ώστόσο η Χηλή, παρά τα μύρια έκτροπα που συνέβαιναν στη γειτονιά της και παρά το προοίμιο της συμφοράς που πλησίαζε, ζούσε ακόμη στον ίδιο ράθυμο ρυθμό, μη μπορώντας ή μη θέλοντας ίσως να μαντέψει τα μελλούμενα.

Γεωγραφικά ήταν στη ζώνη και τη σφαίρα επιρροής των Αγγλογάλλων συμμάχων μας και επαναπαυόταν με αφελή μακαριότητα στη σιγουριά της συμμαχίας….


ΧΗΛΗ
 (Ο ΚΑΛΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΟΥΣΑ)
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ
Γάμος στη Χηλή της Κωνσταντινούπολης

H φροντίδα του γάμου άρχιζε από το “λογοσούμαδο’’, ένα χρυσό φλουρί που έδιναν οι γονείς στο ζευγάρι όταν επρόκειτο οι δύο νέοι να αρραβωνιαστούν. Η νύφη έπρεπε να αποτελειώσει τα προικιά της εγκαίρως και, όταν κόντευαν οι μέρες του γάμου, οι δικοί της έπρεπε να πάνε στην Πόλη για το νυφικό. Εκείνα τα χρόνια, το νυφικό δεν ήταν άσπρο αλλά μεταξωτό σε διάφορους ανοιχτούς χρωματισμούς, ροζ, ουρανί, μοβ. Σαν έφτανε η εβδομάδα του γάμου, έπρεπε να γίνουν τα προσκαλέσματα. Ένας νιος από τους συγγενείς, ο “παραστεκούμενος’’, βαστώντας ένα φανάρι αναμμένο, σ’ οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, και ένα μπουκάλι κονιάκ ή ρακί, μαζί με μια γυναίκα πήγαιναν στα σπίτια και καλούσαν: Ορίστε στη χαρά, την Κυριακή, έλεγαν.
Την Πέμπτη οι κοπέλες ζύμωναν το ψωμί του γάμου και έδειχναν τα προικιά στο σπίτι της νύφης. Το ψωμί ήταν ιδιαίτερα ζυμωμένο και περιείχε καρύδια, ζάχαρη, μαύρο πιπέρι, σουσάμι και ανάλογο λίπος. Το πήγαιναν ως γαμήλιο δώρο σε μεγάλα πλαστά τροχούλια, πλουμισμένα με αρκετή επιδεξιότητα. Λεγόταν κουλίκι. Όλες παρούσες οι φιλενάδες της νύφης για να τραγουδήσουν, να δουν τα πάντα και να τα κουτσομπολέψουν. Μετά ερχόταν η σειρά του “λουτρού’’. Να και η νύφη με τις φιλενάδες της να λουτροκοπανίζονται και να χαλά ο κόσμος από τα τραγούδια και τις φωνές! Το Σάββατο ετοιμάζονταν το ρυζόμελο και τα ρεβύθια (ορβύθια τα έλεγαν) με το κρέας, τα ντολμαδάκια, τα μεζεκλίκια, το γλυκό Χηλήτικο κρασί, κονιάκ, ρακί και “πρατσούτσα’’ (τσίπουρο, το πρώτο και πιο δυνατό).
Το ρυζόμελο, ρύζι βρασμένο με μέλι, μέσα σε μεγάλες σουπιέρες, στολισμένο με άσπρες και ροζ μεγάλες κουφέτες, προσφερόταν ως δείγμα τιμής και υπολήψεως στα πεθερικά, στους κουμπάρους, στον αρραβωνιαστικό κ.λπ. Αυτοί με τη σειρά τους, έριχναν ένα μετζίτι, μισή λίρα χρυσή ή και μία, αναλόγως της οικονομικής τους κατάστασης. Τα έλεγαν “τα μέλια». Τα παιχνίδια, δηλαδή τα βιολιά, το κλαρίνο κ.ά. ήταν από μέρες καλεσμένα. Το Σάββατο βράδυ η νύφη με τις φιλενάδες της έκαναν το τελευταίο παρθενικό τους γλέντι. Την Κυριακή πρωί γίνονταν τα νυφοστόλια. Όλα τα προικιά μεταφέρονταν με τα χέρια στο σπίτι του γαμπρού και το απόγευμα γινόταν η στέψη. Για τα στέφανα του γάμου η κουμπάρα αγόραζε λεπτά χρωματιστά χαρτιά, όλα σε ανοιχτά χρώματα, ροζ, άσπρα, ουρανιά, μοβ, κίτρινα και νέες κοπέλες τα ετοίμαζαν. Τα έκοβαν σε λεπτές κορδέλες και τα τύλιγαν σε σύρμα όπως τα στεφάνια του Μάη. Ήταν μια πολύ ωραία συνήθεια, γεμάτη χάρη και ομορφιά. Όπως τα φορούσαν, έμοιαζαν Χαβανέζες με πολύχρωμα λουλούδια. Τρες, χρυσές κλωστές, ωραίο στολίδι της νύφης, ξεπηδούσαν ανάμεσα από τα χαρτιά.
Μαζί με τα στέφανα οι κουμπάροι ετοίμαζαν το πανέρι με τα ζεμπλεμπούδια, τα κόλιαντρα κι άλλα κουφέτα, ρύζι, και αν ήταν πλούσιοι πρόσθεταν μερικά ασημένια γροσάκια και δυάρια. Αυτά τα πετούσαν στο «Ησαΐα χόρευε».
Το ξύρισμα του γαμπρού γινόταν πανηγυρικώς και όταν πια κατέβαιναν για το σπίτι της νύφης, ένας νέος κρατούσε το δώρο του γαμπρού προς τη νύφη. Ήταν ένας χρυσός καθρέφτης και επάνω του απλωμένα οι τρες, το χαρχαλί, η καδένα, το τσάκατο, το χτένι, το τάσι, οι συντεφένιες γαλέντζες κ.ά.
Στο στόλισμα της νύφης τραγουδούσαν όλες μαζί:
Έλα Χριστέ και Παναγιά κι η ώρα βλογημένη να ντύσουμε τη νύφη μας την ωραιοπλουμισμένη.
Όταν η νύφη περνούσε το κατώφλι του σπιτιού της τα όργανα τραγουδούσαν το συγκινητικό δίστιχο: Εγώ διαβαίνω μάνα μου και δως μου την ευχή σου και πες πως δε με γέννησες και δε μ’ έχεις παιδί σου. Και τότε η χαρά έσμιγε με τη συγκίνηση του αποχωρισμού. Σε όλο τον δρόμο για την εκκλησία πήγαιναν σιγά - σιγά, έκαναν το στάμνα και οι μουσικοί ταίριαζαν τα τετράστιχα για τη νύφη, τον γαμπρό, τον κουμπάρο, τα συμπεθέρια και εισέπρατταν μετζίτια (χρυσά νομίσματα της εποχής του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ).
Μετά τη στέψη, κοντά-κοντά πλέον η νύφη και ο γαμπρός, πήγαιναν στο σπίτι και επακολουθούσε γλέντι μέχρι πρωίας. Όταν η νύφη έβαζε το δεξί της πόδι στο σπίτι του γαμπρού, της έδιναν ένα καρβέλι ψωμί, σημείο ευτυχίας και αφθονίας. Η βραδιά της Δευτέρας ήταν αφιερωμένη στους κουμπάρους. Προς τιμήν τους γίνονταν τα κουλίκια και άλλα φαγητά και γλυκίσματα. Πάλι ολονύκτια διασκέδαση και το πρωί πια της Τρίτης τελείωνε ο γάμος με το τελευταίο τραγούδι: Ξύπνα και μη κοιμάσαι χρυσό μου καναρίνι σήκω από την κλίνη να δεις πώς τραγουδούν.
Σαν φυσική συνέχεια ερχόταν ο πολλαπλασιασμός της οικογένειας με τα γεννητούρια πρώτα, τα βαφτίσια... Το καθένα γιορταζόταν με τοπικές συνήθειες.
Από το αρχείο του Σταύρου Κυβόπουλου






Παλιά φωτογραφία της Χηλής


Απόσπασμα από το βιβλίο της Ναταλίας Αδαμαντίδου.

ΧΗΛΗ

«Αξέχαστη Πατρίδα»

ΓΙΑΤΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ

ΤΟ ΑΠΟΚΟΜΜΑ

Το απόκομμα το γιάτρευε η Ζαμπακιώ η Πούτλα.

Τι ήταν αυτό; Απλώς η ισχυαλγία.

-Μαρί αποκόπηγκέτηνα, έλεγαν, όταν την έπιανε ο πόνος στη μέση.

-Απλαλείτε να φωνάξετε ντη Ζαμπακιώ.

- Κι ερχόταν η Ζαμπακιώ, μια πελώρια γυναίκα, συνάμενη κουνάμενη με τα χέρια στη μέση, έπαιρνε ύφος σπουδαίο και ρωτούσε:

- Ποια ένε μαρί αυτή πού ντήνε άποκόπηγκαι Φέρτε τήνα εδώ κοντά.

Την έπιανε από το χέρι την ξάπλωνε στο κατώφλι μιας πόρτας και με αυστηρότητα την ρωτούσε, κρατώντας ένα μπαλτά στο χέρι:

-Γιατί σε άποκόμπηκε μαρί;

-Έσύ γιατί έκαμες ζυμαρικά;

-Έμένα με τάδωγκε ο θεγός

-Κι έγώ πονώ να γιάνω…

Σήκωνε τότε με μεγάλη δύναμη το μπαλτά σαν νάθελε να τη σφάξη, τον κατέβαζε 

κατόπι σιγά-σιγά και απαλά στη μέση της κάνοντας τρείς φορές το σημείο του 

σταυρού. Μετά καθόταν επάνω της και την πίεζε και θάταν ή ευλογημένη 100 οκάδες. 

Το θαύμα έγίνετο. Ή παθούσα γινότανε καλά.






Ο παλιός και ο νέος ναός του Αγ. Γεωργίου και το μνημείο των 150 Χηλητών που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1922.















Μια αδικία αποκαταστάθηκε, έστω και με πρόχειρο τρόπο στο μνημείο των πεσόντων της πόλης Χηλή (Şile) της επαρχίας Χαλκηδόνας Κωνσταντινούπολης στη Μαύρη Θάλασσα. Το όνομα του παππού του Διονύσιου Βουλγαρόπουλου, έγραψε σε ένα χαρτόνι και το τοποθέτησε στο μνημείο ως φόρο τιμής ο εγγονός του Αλέκος Τσινάρας.
Στην πλατεία του θερέτρου αυτού της Μικράς Ασίας που υπάγεται στην ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, (αποικία Θρακών με πολλούς  Έλληνες μέχρι το 1922, σήμερα υπάρχει χωριό Νέα Χηλή, έξω από την Αλεξανδρούπολη), υπάρχει ένα ηρώο με τα ονόματα των πεσόντων από την πόλη αυτή στον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1915 στην μάχη της Καλλίπολης.
Μόνο που γράφει το ονόματα μουσουλμάνων Τούρκων πεσόντων. Στην μάχη της Καλλίπολης όμως έχασαν την ζωή τους και 300 περίπου μη μουσουλμάνοι. Ανάμεσα τους Ρωμιοί και Αρμένιοι που ως Οθωμανοί υπήκοοι, τους έντυσαν στο χακί και τους έστειλαν στην πρώτη γραμμή. Ανάμεσα σε αυτούς που σκοτώθηκαν εκεί, εξαφανισθέντες κατά το επίσημο κράτος, ήταν και ο 20 χρονος τότε Διονύσιος Βουλγαρόπουλος.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη στη Χηλή, με αφορμή τη συνάντηση των Ταταυλιανών, ο εγγονός του Αλέκος Τσινάρας (Τσινάρογλου), έγραψε το  όνομά του σε ένα κομμάτι χαρτόνι και το τοποθέτησε στο μνημείο. Το εντυπωσιακό είναι πως όχι μόνο δεν τον απέτρεψαν οι ντόπιοι κάτοικοι, αλλά τον βοήθησαν κιόλας…
























Ο Αλέκος Τσινάρας, μιλάει στο Δίκτυο Μικρασιάτης, για την κίνηση του αυτή αλλά και το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα για την οικογένεια του πατέρα του Παναγιώτη Τσινάρα, αείμνηστου εφημέριου του Πατριαρχικού Ναού Αγίου Γεωργίου:

Μόλις είδα το μνημείο συνειδητοποίησα, πως από εδώ ξεκινά η οικογενειακή μου ιστορία. Λείπει από το μνημείο ένα όνομα, αυτό του παππού μου. Σίγουρα λείπουν κι άλλα, αλλά μιας και είμαι εδώ, ας το προσθέσω  στη μνήμη του κι ότι γίνει.   Ο παππούς μου Διονύσιος Βουλγαρόπουλος, εξαφανίσθηκε…στην μάχη της Καλλίπολης. Η γιαγιά μου Βασιλική Σολαγάνογλου, πέθανε λεχώνα στον πατέρα  μου Παναγιώτη.  Ως  το 1922 ο πατέρας μου μεγάλωσε με τις αδελφές της μητέρας του.  Το 1922 όταν οι Τσέτες  μπήκαν στο χωριό λόγχιζαν όπου νόμιζαν ότι κρύβονταν οι Ρωμιοί. Ο πατέρας μου Παναγιώτης τρυπήθηκε με λόγχη στο λαιμό. Τραυματισμένος αρκετές ημέρες, τον άφησαν οι συγγενείς του στο Νοσοκομείο Saint George και έφυγαν για την Ελλάδα. Τον έβγαλαν έξω από το Νοσοκομείο και το μόνο που θυμόταν ήταν το όνομά του Πανανής (Παναγιώτης) και το όνομα του θείου του.. Φώναζε συνέχεια θείε Αποστόλη, θείε Αποστόλη…Τις φωνές του άκουσε ένας Ρωμιός αστυνομικός, ο Αθανάσιος Τσινάρογλου, ο οποίος τον πήρε και τον πήγε στο σπίτι του πατέρα του. Αυτός και η δασκάλα γυναίκα του Ευδοξία, υιοθέτησαν τον πατέρα μου Παναγιώτη και φρόντισαν για την μόρφωση  του στο Αυστριακό Σχολείο της Πόλης. Όταν πέθανε ο αστυνομικός, αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, μέχρι που παντρεύτηκε μια γειτόνισσα τους από τη Χηλή. Αυτή του είπε ότι είναι ο γιος του Βουλγαρόπουλου και οι συγγενείς του είναι στην Ελλάδα. Είχε πάθος με την κλασσική και την Βυζαντινή μουσική και αργότερα χειροτονήθηκε διάκος στον Άγιο Νικόλαο του Γαλατά. Σπούδασε ανατολική και ευρωπαϊκή μουσική και ήταν απόφοιτος του Ζωγραφείου. Το 1964 δίδαξε ως καθηγητής μουσικής στο Ιωακείμιο Παρθεναγωγείο και δημιούργησε πολλές χορωδίες. Το 1967 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας τον χειροτόνησε ιερέα και μέχρι το 1996 που έφυγε από τη ζωή ήταν πρωτοπρεσβύτερος και εφημέριος του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου…